Παραδοσιακός στα ισλανδικά
Μετάφραση: παραδοσιακός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefðbundinn, hefðbundin, hefðbundna, hefðbundnum, hefðbundinni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραδοσιακός
παραδοσιακός ξενώνας γουλάς, παραδοσιακός ξενώνας αθέατον, παραδοσιακός ξενώνας εξοχή, παραδοσιακός φούρνος, παραδοσιακός γάμος, παραδοσιακός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παραδοσιακός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- παραδίνω στα ισλανδικά - hönd, gefa, að gefa, gefið, gefur, veita
- παραδοσιακά στα ισλανδικά - hefðbundin, hefðbundinn, hefðbundna, hefðbundnum, hefðbundinni
- παραδοχή στα ισλανδικά - aðgangur, skráningu, töku, innlögn, skráning
- παραδρομή στα ισλανδικά - eftirlit, eftirliti, umsjón, eftirlits, umsjónar
Τυχαίες λέξεις
Παραδοσιακός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hefðbundinn, hefðbundin, hefðbundna, hefðbundnum, hefðbundinni
Μεταφράσεις: hefðbundinn, hefðbundin, hefðbundna, hefðbundnum, hefðbundinni