Παραδοσιακός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: παραδοσιακός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tradicional, tradição, tradicionais, tradicional de
Παραδοσιακός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραδοσιακός

παραδοσιακός ξενώνας γουλάς, παραδοσιακός ξενώνας αθέατον, παραδοσιακός ξενώνας εξοχή, παραδοσιακός φούρνος, παραδοσιακός γάμος, παραδοσιακός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παραδοσιακός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παραδίνω στα πορτογαλικά - garota, menina, brindar, entregar, prestar, martelo, dar, ...
  • παραδοσιακά στα πορτογαλικά - tradicional, tradicionais, tradicional de
  • παραδοχή στα πορτογαλικά - aplauso, aprovação, admissão, a admissão, entrada, de admissão, internação
  • παραδρομή στα πορτογαλικά - lapso, desprezar, desrespeitar, apedrejar, escorregar, caducar, deslizamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Παραδοσιακός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tradicional, tradição, tradicionais, tradicional de