Λέξη: ξεριζώνω

Σχετικές λέξεις: ξεριζώνω

ξεριζώνω στα αγγλικά, ξεριζώνω συνωνυμα, ξεριζώνω αγγλικα, ξεριζώνω english

Συνώνυμα: ξεριζώνω

εκρίζω

Μεταφράσεις: ξεριζώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uproot, extirpate, eradicate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarraigar, extirpar, extirpar el, extirpar la, de extirpar, extirparlo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entwurzeln, ausrotten, auszurotten, vertilgen, auszumerzen, extirpate
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
extraire, extirper, déraciner, supprimer, désacclimater, exterminer, l'extirper, extirper le, extirper les
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divellere, estirpare, estirpare il, estirpare la, estirparli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superior, extirpar, extirpate, extirpar a, exterminar, extirpar o
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitroeien, verdelgen, roeien, te roeien, uit te roeien
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искоренять, искоренить, истребить, истреблять, выкорчевать
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utrydde, extirpate
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utrota, extirpate, upprota, utplåna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juuria, hävittää perin pohjin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udrydde, udryddet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vykořenit, vytrhnout, vyhubit, vymýtit, vymýtili
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykorzeniać, wypleniać, wyrywać, wykorzenić, wyrwać, wytępić, extirpate, wykorzenienia, wyplenić
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kipusztít, gyökerestől kiírt, irtania, kiirtani
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kökünü kazımak, imha etmek, kazımak, yok etmek, kökünü kazımaya
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викорчуйте, викореніть, викорінювати, викорінюватимуть, виривати, викорінюватиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çrrënjos, asgjësoj, rrëmbejnë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстранявам, изкоренят, изтребвам, изкорени, изкоренявам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкараняць, вынішчаць, выкараніць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Juuri, Hävitada põhjalikult, Hävitada
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskorijeniti, istrijebiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
extirpate
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išrauti, išnaikinti, Izraut su šaknimis, Naikinti, Sunaikina
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iznīcināt, izskaust, izraut ar saknēm
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искорени, изтребвам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extirpa, stârpească, extirpe, distruge, extirparea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izkoreniniti, iztrebiti, Istrijebiti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vykoreniť
Τυχαίες λέξεις