Υπόλογος στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπόλογος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svara, ábyrgjast, ábyrgur, í ábyrgjast
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόλογος
είμαι υπόλογος, υπόλογος διαχειριστής, υπόλογος μετάφραση, διατάκτης υπόλογος, υπόλογος υπόλογη, υπόλογος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπόλογος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπόλειμμα στα ισλανδικά - leifar, leifin, eftir stendur, leif, leifinni
- υπόληψη στα ισλανδικά - mannorð, orðspor, orðstír, orðspori
- υπόλοιπο στα ισλανδικά - hvíld, restin, hvíla, afgangurinn, meira
- υπόλοιπος στα ισλανδικά - ró, afgangur, hvíld, hvíla, restin, afgangurinn, meira
Τυχαίες λέξεις
Υπόλογος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: svara, ábyrgjast, ábyrgur, í ábyrgjast
Μεταφράσεις: svara, ábyrgjast, ábyrgur, í ábyrgjast