Ορθογραφία στα ιταλικά
Μετάφραση: ορθογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ortografia, dettato, dettatura, ortografico, spelling, l'ortografia, di ortografia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθογραφία
ορθογραφία ή θάνατος, ορθογραφία doc, ορθογραφία για παιδιά με δυσλεξία, ορθογραφία ασκήσεις, ορθογραφία επιθέτων, ορθογραφία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορθογραφία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ορεκτικό στα ιταλικά - antipasto, aperitivo, alimento antipasto, antipasti, appetizer
- ορεκτικός στα ιταλικά - appetitoso, appetitosa, appetitosi, alimento appetitoso, antipasto
- ορθογραφώ στα ιταλικά - incanto, malia, tempo, grazia, fascino, ortografia, l'ortografia, ...
- ορθογώνιο στα ιταλικά - rettangolo, rettangolare, rettangolari, forma rettangolare, rettangolare di
Τυχαίες λέξεις
Ορθογραφία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ortografia, dettato, dettatura, ortografico, spelling, l'ortografia, di ortografia
Μεταφράσεις: ortografia, dettato, dettatura, ortografico, spelling, l'ortografia, di ortografia