Ορθογραφία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορθογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opdracht, dictaat, dictee, commando, bevel, spelling, de spelling, schrijfwijze, spellen
Ορθογραφία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθογραφία

ορθογραφία ή θάνατος, ορθογραφία doc, ορθογραφία για παιδιά με δυσλεξία, ορθογραφία ασκήσεις, ορθογραφία επιθέτων, ορθογραφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορθογραφία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορεκτικό στα ολλανδικά - aanzetschakelaar, starter, voorgerechten, hapje, voorgerecht, aperitief, aperitiefje
  • ορεκτικός στα ολλανδικά - smakelijk, appetijtelijk, smakelijke, eetlustopwekkende, eetlustopwekkend
  • ορθογραφώ στα ολλανδικά - spellen, tijd, betovering, aantrekkelijkheid, poos, spelling, orthografie, ...
  • ορθογώνιο στα ολλανδικά - rechthoekig, rechthoekige, rechthoek
Τυχαίες λέξεις
Ορθογραφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opdracht, dictaat, dictee, commando, bevel, spelling, de spelling, schrijfwijze, spellen