Λέξη: απόχρωση

Σχετικές λέξεις: απόχρωση

απόχρωση συνώνυμα, απόχρωση συνώνυμο, απόχρωση στα αγγλικά, απόχρωση του γκρίζου - γιώργος παπαδόπουλος, απόχρωση καστανόξανθο, απόχρωση του μπλε, απόχρωση μαλλιών, απόχρωση του γκρίζου, απόχρωση χρώματος, απόχρωση μεταφραση

Συνώνυμα: απόχρωση

χροιά, μικρή διαφορά, σκίαση

Μεταφράσεις: απόχρωση

απόχρωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tinge, tint, hue, nuance, shading, shade

απόχρωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tinte, matiz, tono, color, el tinte

απόχρωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stich, tönen, verfärbung, tönung, färbung, Farbton, Tönung, Färbung, Stich

απόχρωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nuance, coloration, alliage, teinte, teinter, ton, tonalité, ombrer, teinture, nuancer, la teinte, teintes

απόχρωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tinta, tonalità, colore, colorazione, la tinta

απόχρωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matiz, tonalidade, tom, coloração, cor

απόχρωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleur, tint, de tint, tint van, tint te, tinten

απόχρωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
след, примесь, привкус, оттенок, перелив, душок, тон, оттенка, оттенком, цвет

απόχρωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tint, fargetone, sjattering, skjær, nyanse

απόχρωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyans, färgton, färgtonen, nyansen, tonen

απόχρωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häivähdys, värjätä, värisävy, sävy, tint, sävyn, sävyä

απόχρωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
toning, farvetone, nuance, tone, skær

απόχρωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabarvení, tónovat, tón, příměs, barva, nádech, odstín, podbarvit, odstínu, zbarvení

απόχρωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domieszka, zabarwiać, odcień, zabarwienie, cieniować, posmak, odcie, Przyciemniane

απόχρωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színárnyalat, árnyalat, árnyalatot, színárnyalatot, árnyalattal

απόχρωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
renk, renk tonu, tonu, ton, tint

απόχρωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відтінок, відтінку

απόχρωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngjyrë, Tint, ngjyrim, Trajtim, për sallone

απόχρωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нюанс, оттенък, цвят, Тонираща, тон

απόχρωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адценне, адценьне

απόχρωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värving, kõrvalmaik, nüanss, värvitoon, toonimine, varjund, toon, tooni

απόχρωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primjesa, obojiti, boja, boja za kosu, nijansa, ton, zasićenost

απόχρωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blær, áferð, litbrigði, litun, Litblær

απόχρωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atspalvis, atspalvį, spalva, spalvos tonas, atspalviu

απόχρωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tonis, Tint, krāsa, toni, krāsojums

απόχρωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
боја, нијанса, багра, боја не, нијанса на

απόχρωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tentă, nuanță, tenta, nuanțarea, nuanțarea în

απόχρωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odtenek, tint, obarvano, obarvanje, Barvni ton po

απόχρωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nádych
Τυχαίες λέξεις