Πηγαίνω στα ιταλικά
Μετάφραση: πηγαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diventare, funzionare, andare, vai, passare, andare a, fare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηγαίνω
πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω προστακτική, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω μόνοσ φίλιπποσ πλιάτσικασ, πηγαίνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πηγαίνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πηγάδι στα ιταλικά - pozzo, sorgente, bene, fontana, bello, buono, bravo, ...
- πηγή στα ιταλικά - origine, sorgente, fontana, fonte, provenienza, fonte di, di origine
- πηγούνι στα ιταλικά - mento, il mento, chin, del mento, mentoniera
- πηδάλιο στα ιταλικά - timone, del timone, di barra, il timone, direzionale
Τυχαίες λέξεις
Πηγαίνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diventare, funzionare, andare, vai, passare, andare a, fare
Μεταφράσεις: diventare, funzionare, andare, vai, passare, andare a, fare