Αβάκιο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αβάκιο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лічыльнікі, рахункі, разлікі, счеты
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβάκιο
αβάκιο ρεμπεταδικο, αβάκιο ταξινομούμε, αβάκιο wikipedia, αβάκιο e-slate download, αβάκιο πληροφοριες, αβάκιο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αβάκιο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αίσθηση στα λευκορωσικά - сэнс, смысл
- αίτηση στα λευκορωσικά - прымяненне, ўжыванне, ужыванне, выкарыстанне
- αβέβαιος στα λευκορωσικά - нявызначаны, няпэўны, неазначальны
- αβαείο στα λευκορωσικά - абацтва, абацтва ў, абацтве
Τυχαίες λέξεις
Αβάκιο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лічыльнікі, рахункі, разлікі, счеты
Μεταφράσεις: лічыльнікі, рахункі, разлікі, счеты