Αδύνατος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αδύνατος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слабы, лёгкі, умераны, ціхі
Αδύνατος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύνατος

αδύνατος τύπος προσωπικών αντωνυμιών, αδύνατος ονειροκρίτης, αδύνατος τύπος κτητικής αντωνυμίας, αδύνατος σκύλος, αδύνατος συνώνυμα, αδύνατος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδύνατος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αδύναμος στα λευκορωσικά - слабы, лёгкі, умераны, ціхі
  • αδύνατον στα λευκορωσικά - немагчыма, немагчымае, нельга
  • αεράκι στα λευκορωσικά - вецер, Лісце, Лісце і, Дым, Месяц
  • αερίζω στα λευκορωσικά - праветрываць, ветрыць
Τυχαίες λέξεις
Αδύνατος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: слабы, лёгкі, умераны, ціхі