Ενικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асаблівы, адмысловы, асаблівую, асобы, спецыяльны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενικός
ενικός στάθης, ενικός εκπομπές, ενικός εκπομπή, ενικός αριθμός κική δημουλά, ενικός αρναούτογλου, ενικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενθύμιο στα λευκορωσικά - сувенір
- ενιαίος στα λευκορωσικά - адзіны
- ενισχυτής στα λευκορωσικά - ўзмацняльнік, узмацняльнік, Гідраўзмацняльнік
- ενισχύω στα λευκορωσικά - адзаду, абараняць, сьпiна, армаваць
Τυχαίες λέξεις
Ενικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: асаблівы, адмысловы, асаблівую, асобы, спецыяльны
Μεταφράσεις: асаблівы, адмысловы, асаблівую, асобы, спецыяльны