Κρεπ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κρεπ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабіўся ўсё больш упэўнены, мацуе, умацоўваючы, мацуюць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεπ
κρεπ σουζέτ, κρεπ υφασμα τιμη, κρεπ σατεν φορεματα, κρεπ μεταξωτο, κρεπ αρτ ιλιον, κρεπ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κρεπ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κρεμώ στα λευκορωσικά - вешаць, вешать
- κρεοπώλης στα λευκορωσικά - мяснік, мясьнік, мясьніком
- κρησαρίζω στα λευκορωσικά - krisarizo
- κρησφύγετο στα λευκορωσικά - прытулак, сховішча, прыстанішча, прытулку, сховішчы
Τυχαίες λέξεις
Κρεπ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рабіўся ўсё больш упэўнены, мацуе, умацоўваючы, мацуюць
Μεταφράσεις: рабіўся ўсё больш упэўнены, мацуе, умацоўваючы, мацуюць