Κρεπ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κρεπ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
креповий, креп, міцнів
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεπ
κρεπ σουζέτ, κρεπ υφασμα τιμη, κρεπ σατεν φορεματα, κρεπ μεταξωτο, κρεπ αρτ ιλιον, κρεπ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κρεπ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κρεμώ στα ουκρανικά - припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть
- κρεοπώλης στα ουκρανικά - різник, убивця, м'ясник, мясник, м`ясник
- κρησαρίζω στα ουκρανικά - решето, сито, ізотопний, просівати, світлофільтр, фільтр, krisarizo
- κρησφύγετο στα ουκρανικά - радіопередавач, ретранслятор, притулок, притулку, сховище
Τυχαίες λέξεις
Κρεπ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: креповий, креп, міцнів
Μεταφράσεις: креповий, креп, міцнів