Μηχανικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μηχανικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інжынер, інжынэр
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανικός
μηχανικός πωλήσεων, μηχανικός αυτοκινήτων, μηχανικός εμπορικού ναυτικού, μηχανικός περιβάλλοντος, μηχανικός δικτύων, μηχανικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μηχανικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μηχανή στα λευκορωσικά - машына, машыны
- μηχανεύομαι στα λευκορωσικά - ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць
- μηχανισμός στα λευκορωσικά - механізм, мэханізм
- μηχανουργός στα λευκορωσικά - машыніст
Τυχαίες λέξεις
Μηχανικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інжынер, інжынэр
Μεταφράσεις: інжынер, інжынэр