Μηχανικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: μηχανικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inžinierius, mechanikas, inžinieriaus, engineer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανικός
μηχανικός πωλήσεων, μηχανικός αυτοκινήτων, μηχανικός εμπορικού ναυτικού, μηχανικός περιβάλλοντος, μηχανικός δικτύων, μηχανικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μηχανικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μηχανή στα λιθουανικά - lokomotyvas, variklis, motoras, garvežys, motociklas, motorinis, mašina, ...
- μηχανεύομαι στα λιθουανικά - inžinierius, mechanikas, gudrauti, įsigudrinti, išsigudrinti, Wykombinować, Wycyrklować
- μηχανισμός στα λιθουανικά - mechanizmas, mechanizmą, mechanizmo
- μηχανουργός στα λιθουανικά - staklininkas, machinist, šaltkalvis, mašinistas, kvalifikuotas darbininkas
Τυχαίες λέξεις
Μηχανικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: inžinierius, mechanikas, inžinieriaus, engineer
Μεταφράσεις: inžinierius, mechanikas, inžinieriaus, engineer