Νουθετώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: νουθετώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўгаворваць, намаўляць, ўмаўляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νουθετώ
νουθετώ σημασια, νουθετώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, νουθετώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- νοτισμένος στα λευκορωσικά - мочаны, вільготны, вільготнае, мокры
- νουθεσία στα λευκορωσικά - павучання
- νουνεχής στα λευκορωσικά - разважлівы, памяркоўны, больш разважлівы
- νταής στα λευκορωσικά - хуліган
Τυχαίες λέξεις
Νουθετώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўгаворваць, намаўляць, ўмаўляць
Μεταφράσεις: ўгаворваць, намаўляць, ўмаўляць