Νουθετώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: νουθετώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
догану, читець, зазначення, догана, радити, перестерігати, умовляти, напучувати, заохочуймося, свідчити буду
Νουθετώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νουθετώ

νουθετώ σημασια, νουθετώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νουθετώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • νοτισμένος στα ουκρανικά - вогкий, вологий, вологе
  • νουθεσία στα ουκρανικά - віщування, зазначення, вказування, остереження, напучування, умовляння, вмовляння, ...
  • νουνεχής στα ουκρανικά - судово-психіатричний, розсудливий, розважливий, поміркований, розсудлива, розважлива
  • νταής στα ουκρανικά - забіяка, задирака, задирати, сутенер, хвастун, хуліган, хулиган
Τυχαίες λέξεις
Νουθετώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: догану, читець, зазначення, догана, радити, перестерігати, умовляти, напучувати, заохочуймося, свідчити буду