Σύλληψη στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σύλληψη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыштаваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύλληψη
σύλληψη πριν την περίοδο, σύλληψη εμβρύου, σύλληψη γνωστού dj που διακινούσε κοκαΐνη, σύλληψη μιχαλολιάκου, σύλληψη πρετεντέρη, σύλληψη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σύλληψη στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σύζυγος στα λευκορωσικά - жонка, чарапаха, муж
- σύκα στα λευκορωσικά - інжыр
- σύμβαση στα λευκορωσικά - кантракт
- σύμβολο στα λευκορωσικά - сімвал, знак, сымбаль, сімвалы
Τυχαίες λέξεις
Σύλληψη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: арыштаваць
Μεταφράσεις: арыштаваць