Φοβίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φοβίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спалох, страх, пярэпалах
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φοβίζω
φοβίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φοβίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φοβάμαι στα λευκορωσικά - страх, жах
- φοβέρα στα λευκορωσικά - запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі
- φοβερός στα λευκορωσικά - выдатна, здорово, здорава, цудоўна, добра
- φοβισμένος στα λευκορωσικά - баюся, боюсь
Τυχαίες λέξεις
Φοβίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спалох, страх, пярэпалах
Μεταφράσεις: спалох, страх, пярэпалах