Διασπαθίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διασπαθίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švaistomi, iššvaistyti, iššvaistytos, roztrwonił
Διασπαθίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασπαθίζω

διασπαθίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διασπαθίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διασκορπίζομαι στα λιθουανικά - sklaida, išsklaidymas, išsklaidyti, išsibarstyti, išsimėtymas
  • διασκορπίζω στα λιθουανικά - sklaida, išsklaidymas, išsklaidyti, išsibarstyti, išsimėtymas
  • διασπείρω στα λιθουανικά - prikaišioti, kaitaliotis, įterpti, Paįvairinti, išsklaidyti
  • διασπορά στα λιθουανικά - dispersija, dispersijos, sklaida, dispersiją, dispersinė
Τυχαίες λέξεις
Διασπαθίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: švaistomi, iššvaistyti, iššvaistytos, roztrwonił