Εκών στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκών, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
norom, Willy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκών
εκών άκον, εκών άκων τι σημαίνει, εκών κλιση, εκών άκων ερμηνεία, εκών άκων, εκών λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκών στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκφύλιση στα λιθουανικά - išsigimimas, degeneracija, Degeneration, degeneracijos
- εκχύλισμα στα λιθουανικά - ištrauka, traukti, ekstraktas, ekstrakto, išrašas
- ελάσσων στα λιθουανικά - paauglys, nepilnametis, vaikas, nedidelis, nepilnamečio, nedideli, nedidelė
- ελάττωμα στα λιθουανικά - dėmė, trūkumas, defektas, defektų, defektai, defekto
Τυχαίες λέξεις
Εκών στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: norom, Willy
Μεταφράσεις: norom, Willy