Ενάγω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ενάγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apkaltinti, kaltinti, Oskarżać, Pasmerkti, Kelti pareikštas kaltinimas
Ενάγω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενάγω

ενάγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενάγω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εμφυτεύω στα λιθουανικά - sperma, sėkla, implantuoti, implantas, implanto, implantai, implantą
  • εμψυχώνω στα λιθουανικά - Reanimacija, reanimuoti, atgaivinti, Ożywiać, Reanimować
  • ενάγων στα λιθουανικά - ieškovas, ieškovui, ieškovė, ieškovo
  • ενάρετος στα λιθουανικά - doras, dorybingas, dora, dori, dorybingi
Τυχαίες λέξεις
Ενάγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apkaltinti, kaltinti, Oskarżać, Pasmerkti, Kelti pareikštas kaltinimas