Ενάγω στα τούρκικα

Μετάφραση: ενάγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçlamak, suçlama, suçlamaya, itham, olarak suçlayan
Ενάγω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενάγω

ενάγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενάγω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εμφυτεύω στα τούρκικα - tohum, sperma, meni, dane, implant, implantı, implantın
  • εμψυχώνω στα τούρκικα - yeniden canlandırmak, canlandırmak, yeniden canlandırabilirsiniz, canlandırmaya, yeniden canlandırma
  • ενάγων στα τούρκικα - davacı, davacının
  • ενάρετος στα τούρκικα - erdemli, erdemli bir, faziletli, dürüst
Τυχαίες λέξεις
Ενάγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: suçlamak, suçlama, suçlamaya, itham, olarak suçlayan