Ζαλίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ζαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sugluminti, supainioti, Klaidinti, Samulsināt, Dėti į aklavietės
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζαλίζω
ζαλίζω στα αγγλικά, ζαλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ζαλίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ζαβολιά στα λιθουανικά - sukčiavimas, oszukiwanie, sukčiavimo, sukčiaujama, cheating
- ζαβολιάρης στα λιθουανικά - išdykęs, Psotny, šelmiškas, išdykėliškas, išdykę
- ζαλίκι στα λιθουανικά - našta, krovinys, krova, zaliki
- ζαλισμένος στα λιθουανικά - apsiblausęs, Oburzony, sutrikęs, apsvaigęs
Τυχαίες λέξεις
Ζαλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sugluminti, supainioti, Klaidinti, Samulsināt, Dėti į aklavietės
Μεταφράσεις: sugluminti, supainioti, Klaidinti, Samulsināt, Dėti į aklavietės