Ζαλίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ζαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вражати, приголомшувати, оглушити, збивати з пантелику, спантеличувати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζαλίζω
ζαλίζω στα αγγλικά, ζαλίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ζαλίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ζαβολιά στα ουκρανικά - обманювання, шахрайство
- ζαβολιάρης στα ουκρανικά - шулер, обдурювання, обдурити, обман, шахрайство, пустотливий, бешкетний, ...
- ζαλίκι στα ουκρανικά - голець, приспів, тягар, тягарі, вага, Zaliki
- ζαλισμένος στα ουκρανικά - запаморочливий, запаморочений, нетривкий, нестійкий, хитливий, хиткий, слабий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ζαλίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вражати, приголомшувати, оглушити, збивати з пантелику, спантеличувати
Μεταφράσεις: вражати, приголомшувати, оглушити, збивати з пантелику, спантеличувати