Οδηγία στα λιθουανικά
Μετάφραση: οδηγία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδηγία
οδηγία 2006/42/εκ, οδηγία 2004/18, οδηγία 2013/36/εε, οδηγία 2011/96/εε, οδηγία 95/46/εκ, οδηγία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οδηγία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ογκώδης στα λιθουανικά - griozdiškas, stambus, gremėzdiškas, didelių gabaritų, nepatogūs
- οδήγηση στα λιθουανικά - vairavimas, vairuotojo, Vairavimo, Driving, važiavimo
- οδηγός στα λιθουανικά - vadovauti, vadovas, skatinti, vairuotojas, gidas, vesti, vadovą, ...
- οδηγώ στα λιθουανικά - vežti, kampanija, žygis, vairuoti, važiuoti, pavara, diską, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδηγία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos
Μεταφράσεις: direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos