Οξείδιο στα λιθουανικά
Μετάφραση: οξείδιο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
oksidas, oksido, oksidą, oksidai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξείδιο
οξείδιο του βορίου, οξείδιο του σιδήρου, οξείδιο του τιτανίου, οξείδιο του ψευδαργύρου τιμη, οξείδιο του αζώτου, οξείδιο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οξείδιο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ονοματολογία στα λιθουανικά - terminologija, nomenklatūra, nomenklatūros, nomenklatūrą, nomenclature
- οντότητα στα λιθουανικά - subjektas, ūkio subjektas, asmens, įmonė, organizacija
- οξικός στα λιθουανικά - acto, be acto, acto rūgšties, -acto
- οξυγονοκολλώ στα λιθουανικά - oxygonokollo
Τυχαίες λέξεις
Οξείδιο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: oksidas, oksido, oksidą, oksidai
Μεταφράσεις: oksidas, oksido, oksidą, oksidai