Λέξη: καθοδήγηση

Σχετικές λέξεις: καθοδήγηση

καθοδήγηση ετυμολογία, φθίνουσα καθοδήγηση, πνευματική καθοδήγηση, αγγελική καθοδήγηση, καθοδήγηση στα αγγλικά, γενετική καθοδήγηση, καθοδήγηση από συνομηλίκουσ, καθοδήγηση συνώνυμα, καθοδήγηση υφισταμένων, θεική καθοδήγηση

Μεταφράσεις: καθοδήγηση

καθοδήγηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guidance, leadership, mentoring, coaching, guide

καθοδήγηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducta, consejo, aconsejar, dirección, orientación, guía, orientaciones, la orientación

καθοδήγηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rat, orientierungshilfe, führung, lenkung, anleitung, ratschlag, beratung, Anleitung, Führung, Leitung, Beratung

καθοδήγηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gestion, conseiller, conseils, intendance, renseignement, conseil, direction, conduite, orientation, orientations, guidage, des conseils

καθοδήγηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consigliare, consiglio, guida, orientamento, orientamenti, indicazioni, di orientamento

καθοδήγηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
persuadir, aconselhar, conselho, orientação, orientações, de orientação, guia, a orientação

καθοδήγηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
adviseren, raad, advies, aanraden, raadgeving, leiding, richtsnoer, begeleiding, richtsnoeren, leidraad

καθοδήγηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заведование, совещание, обсуждение, совет, руководство, водительство, консультация, указания, руководящие указания, руководства, рекомендации

καθοδήγηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veiledning, råd, veiledningen, ledelse, retningslinjer

καθοδήγηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
råd, ledning, vägledning, riktlinjer, handledning, vägledningen

καθοδήγηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opastus, eväät, neuvoa, neuvonta, ohjaus, ohjeita, ohjausta, ohjeet

καθοδήγηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vejledning, retningslinjer, vejledende, vejledningen

καθοδήγηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řízení, vedení, rada, poučení, dozor, pokyny, poradenství, návod, navádění

καθοδήγηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
informacja, prowadzenie, kierownictwo, porada, kierowanie, poradnictwo, wytyczne, wskazówki

καθοδήγηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanácsadás, útmutatást, iránymutatást, útmutató, iránymutatás

καθοδήγηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nasihat, öğüt, rehberlik, rehber, kılavuz, yönlendirme, rehberliği

καθοδήγηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
керівництво, Посібник, Інструкції, інструкцію, Адміністрація

καθοδήγηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëheqje, udhëzime, udhëzim, udhëzimi, udhëzues

καθοδήγηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръководство, насоки, указания, ориентиране, напътствия

καθοδήγηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраўніцтва, Дапаможнік, Лідэрства

καθοδήγηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõustamine, abi, juhendamine, juhiseid, juhised, suuniseid, suunised

καθοδήγηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjernice, vođenje, upravljanje, rukovođenje, upute, usmjeravanje, vodstvo

καθοδήγηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiðsaga, leiðsögn, leiðbeiningar, ráðgjöf, leiðbeiningum, leiðbeiningarnar

καθοδήγηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovavimas, gairės, rekomendacijos, gaires, orientavimo

καθοδήγηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
padoms, vadība, norādījumi, vadlīnijas, norādes, norādījumus

καθοδήγηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
насоки, водство, упатства, упатство, раководство

καθοδήγηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfat, îndrumare, orientare, orientări, de orientare, îndrumări

καθοδήγηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poučení, usmerjanje, smernice, napotki, navodila, vodenje

καθοδήγηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dozor, poučení, vedenie, vedenia, vedení, vedeniu, manažmentu
Τυχαίες λέξεις