Περπατώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: περπατώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaikščioti, eiti, pėsčiomis, nueiti, pasivaikščioti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περπατώ
περπατώ στο δάσος, περπατώ με ασφάλεια, περπατώ περπατώ μεσ την πολη, περπατώ γουρουνάκι, περπατώ εις το δάσος της στέλλας μιχαηλίδου, περπατώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, περπατώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- περπάτημα στα λιθουανικά - vaikščiojimas, vaikščioti, pėsčiomis, walking, pėsčiųjų
- περπατησιά στα λιθουανικά - eisena, vaikščiojau, vaikščiojo, vaikščioti, ėjo, plaukiojo
- πεσκέσι στα λιθουανικά - dovana, talentas, peskesi
- πετάλι στα λιθουανικά - pedalas, pedalo, pedalą, pedalu, kojine
Τυχαίες λέξεις
Περπατώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vaikščioti, eiti, pėsčiomis, nueiti, pasivaikščioti
Μεταφράσεις: vaikščioti, eiti, pėsčiomis, nueiti, pasivaikščioti