Πόρτα στα λιθουανικά
Μετάφραση: πόρτα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durys, durų, duris, durelės, dureles
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρτα
πόρτα ασφαλείας τιμές, πόρτα ασφαλείας, πόρτα πόρτα ρόδος, πόρτα ανοιχτή, πόρτα ασφαλείας για μωρά, πόρτα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πόρτα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πόρος στα λιθουανικά - pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis
- πόρπη στα λιθουανικά - sagė, kirpti, sagtis, sagties, užraktas, užrakto, sagtį
- πόσιμος στα λιθουανικά - gėrimas, geriamojo, geriamo, geriamasis, gerti, geriamas
- πόστο στα λιθουανικά - stulpas, baslys, korespondencija, postas, paštas, paštu, po, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόρτα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: durys, durų, duris, durelės, dureles
Μεταφράσεις: durys, durų, duris, durelės, dureles