Στίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: στίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akcentuoti, kirčiuoti, taškuoti, dėmelė, šlakelis, speckle, taškelis
Στίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στίζω

στίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • στήριγμα στα λιθουανικά - pragyvenimas, parama, atrama, pora, atstapas, atspyris, petnešomis, ...
  • στίγμα στα λιθουανικά - taškas, detalė, gėda, stigma, gėdos, žymė, dėmė
  • στίξη στα λιθουανικά - skyryba, skyrybos, skyrybos ženklai, skyrybos ženklų, punctuation
  • στίχος στα λιθουανικά - poezija, eilėraštis, eilutė, stichijos, eilutėje, eil
Τυχαίες λέξεις
Στίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akcentuoti, kirčiuoti, taškuoti, dėmelė, šlakelis, speckle, taškelis