Συμπυκνώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συμπυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išgarinti, sutirštinti, skliautais, slypi, Suglaudina
Συμπυκνώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπυκνώνω

συμπυκνώνω συνώνυμα, συμπυκνώνω συνώνυμο, συμπυκνώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπυκνώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συμπτύσσω στα λιθουανικά - teleskopas, klostė, maistas, pakišti, Tuck, Podwijać
  • συμπυκνωμένος στα λιθουανικά - sukoncentruotas, koncentruotos, koncentruota, koncentruotas, sutelkta
  • συμπόνια στα λιθουανικά - gailestis, užuojauta, užuojautos, gailestingumas, atjauta, atjautos
  • συμπόσιο στα λιθουανικά - šventė, banketas, simpoziumas, simpoziumą, simpoziume, simpoziumo
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išgarinti, sutirštinti, skliautais, slypi, Suglaudina