Συμπυκνώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συμπυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
концентрат, изпарявам се, изпарявам, свеждам се, свеждат, се свеждат
Συμπυκνώνω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπυκνώνω

συμπυκνώνω συνώνυμα, συμπυκνώνω συνώνυμο, συμπυκνώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπυκνώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συμπτύσσω στα βουλγαρικά - телескоп, баста, подвивам, неща за ядене, думкане на барабан, бастичка
  • συμπυκνωμένος στα βουλγαρικά - концентриран, концентрира, се концентрира, концентрирана, концентрират
  • συμπόνια στα βουλγαρικά - съчувствие, състрадание, състраданието, смили, милост
  • συμπόσιο στα βουλγαρικά - пир, банкет, симпозиум, симпозиума, Symposium, симпозиум на
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: концентрат, изпарявам се, изпарявам, свеждам се, свеждат, се свеждат