Τιμωρώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: τιμωρώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
barti, griežtai kritikuoti, Oporządzać, Brana, pliekti
Τιμωρώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμωρώ

τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία, τιμωρώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τιμωρώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τιμολόγιο στα λιθουανικά - muitas, faktūra, sąskaita faktūra, sąskaitoje faktūroje, sąskaitą faktūrą, Sąskaitos faktūros
  • τιμωρία στα λιθουανικά - bausmė, bausmės, baudimo, baudimui, baudimas
  • τιμόνι στα λιθουανικά - vairas, vairo, vairo padėties, vairaratis, vairo padėtis
  • τιμώ στα λιθουανικά - garbė, gerbti, garbę, garbės, šlovė
Τυχαίες λέξεις
Τιμωρώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: barti, griežtai kritikuoti, Oporządzać, Brana, pliekti