Τιμωρώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: τιμωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straffen, bestraffen, kastijden, tuchtigen, gispen, hekelen, castigate
Τιμωρώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμωρώ

τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία, τιμωρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιμωρώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τιμολόγιο στα ολλανδικά - tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen
  • τιμωρία στα ολλανδικά - bestraffing, straf, straffen, de straf, doodstraf
  • τιμόνι στα ολλανδικά - roer, stuur, stuurwiel, leiding wiel, het stuurwiel, het stuur
  • τιμώ στα ολλανδικά - eren, vereren, huldigen, eer, ere, de eer, bruidsmeisje, ...
Τυχαίες λέξεις
Τιμωρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: straffen, bestraffen, kastijden, tuchtigen, gispen, hekelen, castigate