Υποσκάπτω στα λιθουανικά
Μετάφραση: υποσκάπτω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποσκάπτω
υποσκάπτω συνώνυμα, υποσκάπτω αντωνυμο, υποσκάπτω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υποσκάπτω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υποπτεύομαι στα λιθουανικά - įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam
- υποσημείωση στα λιθουανικά - prierašas, pastaba, išnaša, išnašą, išnašoje, išnašos
- υποστήριγμα στα λιθουανικά - atrama, pragyvenimas, parama, skliaustas, kronšteinas, laikiklis, bracket, ...
- υποστηρίζω στα λιθουανικά - atgal, laikyti, užpakalis, stuburas, nugarkaulis, parama, paramą, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποσκάπτω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam
Μεταφράσεις: sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam