Άτεχνος στα ολλανδικά
Μετάφραση: άτεχνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuin, scheef, splay, verwijding, afschuining
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτεχνος
άτεχνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άτεχνος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- άτακτος στα ολλανδικά - ondeugend, stout, ondeugende, stoute, ongehoorzaam
- άτεγκτος στα ολλανδικά - stijf, star, stram, houterig, stug, strak, onbuigzaam, ...
- άτιμος στα ολλανδικά - schurkachtig, schelmachtig
- άτολμος στα ολλανδικά - beschroomd, deemoedig, bedeesd, schaapachtig, schaapachtige, sheepish, beschaamde
Τυχαίες λέξεις
Άτεχνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuin, scheef, splay, verwijding, afschuining
Μεταφράσεις: schuin, scheef, splay, verwijding, afschuining