Λέξη: κορυδαλλός
Σχετικές λέξεις: κορυδαλλός
κορυδαλλός διαύγεια, κορυδαλλός δήμος, κορυδαλλός χάρτης, κορυδαλλός αποτελέσματα, κορυδαλλός πλατεία ελευθερίας, κορυδαλλός μετρό, κορυδαλλός πρώτη πόλη, κορυδαλλός πτηνό, κορυδαλλός εκλογές, κορυδαλλός αποτελέσματα 2014
Συνώνυμα: κορυδαλλός
αφροντισία, κορυδαλός, γλέντι, διασκέδαση
Μεταφράσεις: κορυδαλλός
κορυδαλλός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skylark, lark, Korydallos, a lark, Koridallos
κορυδαλλός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
travesura, alondra, Lark, broma, la alondra, de Lark
κορυδαλλός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lerche, feldlerche, Lerche, lark, Spaß, Lerchen
κορυδαλλός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alouette, farce, pinson, lark, l'alouette
κορυδαλλός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lodola, allodola, scherzo, burla, Lark, un'allodola
κορυδαλλός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cotovia, grande, calhandra, animal, Lark, brincadeira, farra, a cotovia
κορυδαλλός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leeuwerik, Lark, lokvogels, de Leeuwerik, leeuweriken
κορυδαλλός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
забавляться, резвиться, перескакивать, шутить, жаворонок, Ларк, жаворонка, жаворонком, жаворонки
κορυδαλλός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lerke, lark, lerkefuglen, lerkefugl
κορυδαλλός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärka, spratt, skoj, skoja, lark, lärkan, larken
κορυδαλλός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kepponen, leivonen, kujeilla, kuje, telmiä, leivo, pelleillä, kiuru, pila, homma, höpötys
κορυδαλλός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærke, sanglærke, Lark, lærken, lærkens
κορυδαλλός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skřivan, žert, legrace, Lark, ranní ptáče, skřivánek
κορυδαλλός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psocić, brać, kawał, skowronek, nabrać, swawolić, figiel, figlować, lark, skowrończyk, skowronki, heca
κορυδαλλός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pacsirta, Lark, vékonycsőrű pacsirtát, a vékonycsőrű pacsirtát, pacsirtánál
κορυδαλλός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toygar, şaka, tarlakuşu, takılmak, muziplik
κορυδαλλός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вірьовка, аркан, мотузка, жайворонок, сова
κορυδαλλός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbavitem, Lark, shaka, laureshë, luaj rrengje
κορυδαλλός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чучулига, Ларк, кокошка, шега, лудория
κορυδαλλός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жаўрук, жаўранак, жаваранак, жаворонок, жаўраначак
κορυδαλλός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut
κορυδαλλός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ševa, Lark, šala, šaliti se, šegačiti
κορυδαλλός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lark
κορυδαλλός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
alauda
κορυδαλλός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vieversys, Lark, vyturys, riestasnapis vieversys, juokai
κορυδαλλός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cīrulis, Lark, jokoties, draiskoties, draiskulība
κορυδαλλός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лудувам, чучулига, канаринците, шега, закачам
κορυδαλλός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciocârlie, Lark, ciocârlia, glumă, glumi
κορυδαλλός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ševa, škrjanček, škrjanec, lark, škrjanca
κορυδαλλός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtip, škovránok
Στατιστικά δημοτικότητας: κορυδαλλός
Τυχαίες λέξεις