Αγαπημένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγαπημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geacht, bemind, dierbaar, lief, duur, uitverkoren, prijzig, waardevol, kostbaar, geliefde, liefje, lieveling, schat
Αγαπημένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγαπημένος

αγαπημένος δάσκαλος, αγαπημένος συγγραφέας, αγαπημένος καλλιτέχνης, αγαπημένος μετάφραση, αγαπημένος στα αγγλικά, αγαπημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγαπημένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγαλματάκι στα ολλανδικά - beeldje, statuette, beeldje van, Het beeldje, Het beeldje van
  • αγανάκτηση στα ολλανδικά - roep, wraakgierigheid, schreeuw, wraakzucht, kreet, wrok, haatdragendheid, ...
  • αγαπητός στα ολλανδικά - waardevol, prijzig, duur, gezien, kostbaar, lief, geacht, ...
  • αγαπώ στα ολλανδικά - liefhebben, beminnen, min, affectie, liefde, houden van, houd van, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγαπημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geacht, bemind, dierbaar, lief, duur, uitverkoren, prijzig, waardevol, kostbaar, geliefde, liefje, lieveling, schat