Αγράμματος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγράμματος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeletterd, onkundig, onontwikkeld, analfabeet, ongeletterde, analfabeten, analfabete
Αγράμματος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγράμματος

αγράμματος συνωνυμα, άνθρωπος αγράμματος, αγράμματος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγράμματος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγοραστής στα ολλανδικά - afnemer, klant, koper, de koper, kopers
  • αγορεύω στα ολλανδικά - pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
  • αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά - glans, schittering, verblinding, glare, schitteringen
  • αγροίκος στα ολλανδικά - hardhandig, lomp, primitief, cru, ruw, bot, grof, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγράμματος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongeletterd, onkundig, onontwikkeld, analfabeet, ongeletterde, analfabeten, analfabete