Λέξη: ανακωχή

Σχετικές λέξεις: ανακωχή

ανακωχή ετυμολογία, ανακωχή μούδρου, ανακωχή μουδανιών, ανακωχή αγγλικά, ανακωχή χριστουγέννων 1914, ανακωχή μεταφραση, ανακωχή στίχοι, ανακωχή των μουδανιών, ανακωχή λεξικό

Συνώνυμα: ανακωχή

εκεχειρία

Μεταφράσεις: ανακωχή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
truce, ceasefire, armistice, a truce, an armistice
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tregua, tregua de, la tregua, de tregua
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuereinstellung, feuerpause, waffenruhe, Waffenstillstand, Waffenruhe, Waffenstillstands, Waffenstillstandes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cessez-le-feu, trêve, armistice, la trêve, trève, trêve de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tregua, di tregua, tregua di, armistizio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trégua, tréguas, trégua de, truce, armistício
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wapenstilstand, bestand, truce, een wapenstilstand
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
передышка, конец, перемирие, затишье, прекращение, перемирия, перемирии, перемирием
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
våpenhvile, våpenhvilen, våpenstillstand, våpentilstand, fredsavtale
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stillestånd, stilleståndet, vapenvila, vapenvilan, vapenstillestånd
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulitauko, aselepo, aselevon, aselepoa, aselevosta, välirauhan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
våbenhvile, våbenstilstand, våbenhvilen, våbenstilstanden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddech, příměří, přestávka, smír
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawieszenie, rozejm, rozłączenie, zawieszenie broni, rozejmu, truce, zawieszenia broni
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyverszünet, fegyverszünetet, fegyverszüneti, tűzszünet, tűzszünetet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ateşkes, truce, bir ateşkes, mütareke, ateşkesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кінець, затишшя, передих, перемир'я, перемир`я
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
armëpushim, armëpushimi, armëpushimin, armëpushimi i, armëpushim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примирие, примирието, временно примирие, отдих
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перамір'е, замірэнне, перамір`е, замірэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
relvarahu, vaherahu, vaherahu sõlmimist, sõlmitud vaherahu, teel vaherahu sõlmimist, vaherahust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primirje, primirja, mirovni, prekid vatre
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grið, vopnahlé
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
indutiae
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paliaubos, paliaubų, pasiektos paliaubos, keliu pasiektos paliaubos, galas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārtraukums, pamiers, pamiera, pamieru, rastu pamieru, atelpa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
примирјето, примирје, за примирје, примирје за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
armistiţiu, armistițiu, armistitiu, de armistițiu, armistițiul, armistițiu de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
premirje, premirja, truce, premirju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prímerie, prímerí, prímeria, kontroly
Τυχαίες λέξεις