Αθλητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αθλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atletisch, atletische, Athletic, sportieve, atletiek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθλητικός
αθλητικός όμιλος βουλιαγμένης, αθλητικός όμιλος κηφισιάς, αθλητικός όμιλος αντισφαίρισης ηλιούπολης, αθλητικός πολιτιστικός σύλλογος διασ, αθλητικός εξοπλισμός, αθλητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αθλητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αθλητής στα ολλανδικά - sportsman, atleet, hardloper, sportman, sporter, sportvrouw, atleten
- αθλητικά στα ολλανδικά - krachtsport, atletiek, sport-, sporten, Sport, Sports, sportieve
- αθροιστικός στα ολλανδικά - accumulerend, cumulatief, cumulatieve, accumulerende, accumulatieve
- αθωότητα στα ολλανδικά - onschuld, onbedorvenheid, de onschuld, onschuld te, onschuldig
Τυχαίες λέξεις
Αθλητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: atletisch, atletische, Athletic, sportieve, atletiek
Μεταφράσεις: atletisch, atletische, Athletic, sportieve, atletiek