Ακάθεκτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακάθεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onstuimig, onstuimige, onbezonnen, impetuous, overhaast
Ακάθεκτος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακάθεκτος

ακάθεκτος ετυμολογία, ακάθεκτος συνώνυμα, ακάθεκτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακάθεκτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιώνιος στα ολλανδικά - voortdurend, eindeloos, oneindig, eeuwig, eeuwigdurend, eeuwige, het eeuwige, ...
  • ακάθαρτος στα ολλανδικά - lelijk, boosaardig, naar, akelig, kwaad, vervelend, snood, ...
  • ακέραιος στα ολλανδικά - geheel, volledig, gans, volkomen, vol, integraal, compleet, ...
  • ακίνητο στα ολλανδικά - eigenschap, bezitting, landgoed, vermogen, boerderij, goed, allooi, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακάθεκτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onstuimig, onstuimige, onbezonnen, impetuous, overhaast