Αλκοόλ στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλκοόλ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alcohol, drank, van alcohol, alcoholgebruik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλκοόλ
αλκοόλ και οδήγηση, αλκοόλ και εγκυμοσύνη, αλκοόλ η βροχή, αλκοόλ βικιπαίδεια, αλκοολ και θηλασμός, αλκοόλ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλκοόλ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλκοολικός στα ολλανδικά - alcoholist, alcoholhoudend, zuiplap, alcoholicus, drinker, drankzuchtige, alcoholisch, ...
- αλκοολισμός στα ολλανδικά - alcoholisme, het alcoholisme, van alcoholisme, alcoholisme te
- αλλά στα ολλανδικά - alleen, enkel, pas, maar, doch, slechts, uitsluitend
- αλλάζω στα ολλανδικά - kentering, verloop, wisselen, pasmunt, gard, omkeer, roede, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλκοόλ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: alcohol, drank, van alcohol, alcoholgebruik
Μεταφράσεις: alcohol, drank, van alcohol, alcoholgebruik