Αναθεματισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναθεματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ellendig
Αναθεματισμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναθεματισμένος

αναθεματισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναθεματισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναθέτω στα ολλανδικά - toekennen, opdragen, betekenen, dagen, toewijzen, wijzen, toe te wijzen, ...
  • αναθεματίζω στα ολλανδικά - anathemiseren, vervloeken, een vervloeking, vervloeking, vervloeking verbonden
  • αναθεωρώ στα ολλανδικά - recenseren, revaluatie, bespreken, revue, schouw, inspectie, periodiek, ...
  • αναιδής στα ολλανδικά - brutaal, onbeschaamd, vrijpostig, eigenwijs, verwaand, verwaande, arrogante, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναθεματισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ellendig