Λέξη: κίνημα

Σχετικές λέξεις: κίνημα

κίνημα αλληλεγγύης ελευθέρων επαγγελματιών ελλάδος, κίνημα υπέρβαση, κίνημα 3ης απριλίου, κίνημα νεοτούρκων, κίνημα εθνικής άμυνας, κίνημα ανάπτυξης, κίνημα των αδεσμεύτων, κίνημα στην πόλη του ζωγράφου, κίνημα εθνικής αντίστασης, κίνημα δεν πληρώνω, κίνημα στο γουδί

Συνώνυμα: κίνημα

κίνηση, πρόταση, ανταρσία, στάση, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού

Μεταφράσεις: κίνημα

κίνημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
movement, movement of, the movement

κίνημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
movimiento, moción, circulación, movimiento de, el movimiento, movimientos

κίνημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regung, kampagne, bewegung, Bewegung, Bewegungs, Bewegungen, die Bewegung

κίνημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonctionnement, mouvement, jeu, geste, campagne, allure, activité, circulation, course, déplacement, mouvements, le mouvement

κίνημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
movimento, moto, mossa, circolazione, movimenti, il movimento, movimento di

κίνημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campanha, abalançar, andar, movimento, mexer, circulação, movimento de, movimentos, o movimento

κίνημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veldtocht, slag, beweging, zet, campagne, verkeer, verplaatsing, bewegingen, bewegen

κίνημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переброска, ход, телодвижение, динамика, передвижение, следование, перемещение, переселение, переезд, ритм, жест, течение, поведение, движение, деятельность, направление, движения, движением, перемещения

κίνημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevegelse, bevegelsen, bevegelses

κίνημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rörelse, rörlighet, rörligheten, rörelsen, förflyttning

κίνημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toiminta, liike, liikkuvuus, liikkuvuutta, liikkuvuuden, liikkeen

κίνημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevægelse, bevægelighed, bevægelsen, udveksling, bevægelser

κίνημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aktivita, chod, plavba, pohyb, jízda, hnutí, pohybu, průvodní, pohybem

κίνημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posunięcie, przewóz, poruszenie, urywek, poruszanie, fraza, wypróżnienie, gest, przemieszczanie, przemieszczenie, tendencja, ruch, przepływ, ruchu, ruchem

κίνημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ürülés, mozgalmasság, mozgás, mozgalom, mozgása, mozgását, mozgásának

κίνημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kımıldanma, hareket, devinim, hareketi, hareketinin, hareketin, hareketleri

κίνημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерухомий, рух

κίνημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëvizje, lëvizja, lëvizjes, lëvizja e, lëvizjen

κίνημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
движение, движението, История, История на, придвижване

κίνημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вёска, рух

κίνημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikumine, käigumehhanism, liikumise, liikumist, liikumisele, liikumisega

κίνημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokreta, kretnja, pokretu, micanje, pokret, kretanje, kretanja, pomicanje

κίνημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreyfing, för, hreyfingu, hreyfingar, hreyfingin

κίνημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampanija, judesys, žygis, eiga, mostas, judėjimas, judėjimo, judėjimą, judėjimui, judėti

κίνημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kustība, kampaņa, aprite, pārvietošanās, kustības, kustību

κίνημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
движење, движењето, движење на, движењето на, движења

κίνημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mişcare, campanie, circulație, mișcare, libera, miscare, de circulație

κίνημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gibanje, premik, pretok, gibanju, premikanje

κίνημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnutí, pohyb, pohybu, poskytovať, poskytovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: κίνημα

Τυχαίες λέξεις