Ανατολίτικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανατολίτικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oostelijk, oosters, Oriental, oosterse, oriëntaalse, oriënteer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατολίτικος
ανατολίτικος συνώνυμο, ανατολίτικος χορός, ανατολίτικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανατολίτικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναταραχή στα ολλανδικά - agitatie, opschudding, woeling, troebelen, onrust, kabaal, beweging, ...
- ανατολή στα ολλανδικά - oosten, oriënt, oost, ten oosten, het oosten, east
- ανατολικός στα ολλανδικά - oostelijk, oosters, oosten, oost, ten oosten, het oosten, east
- ανατομία στα ολλανδικά - anatomie, ontleedkunde, de anatomie, anatomisch, anatomie van, anatomy
Τυχαίες λέξεις
Ανατολίτικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oostelijk, oosters, Oriental, oosterse, oriëntaalse, oriënteer
Μεταφράσεις: oostelijk, oosters, Oriental, oosterse, oriëntaalse, oriënteer