Ανθρωπολογία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανθρωπολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
antropologie, de antropologie, antropologische, anthropologie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθρωπολογία
ανθρωπολογία και κινηματογράφος, ανθρωπολογία της μετανάστευσης, ανθρωπολογία κουλτούρα και πολιτική, ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, ανθρωπολογία της διατροφής, ανθρωπολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανθρωπολογία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανθρωπιστικός στα ολλανδικά - menselijk, humaan, humanitaire, humanitair, de humanitaire, van humanitaire, voor humanitaire
- ανθρωποειδής στα ολλανδικά - humanoïde, humanoid, mensachtige, humanoide, humanoidastronaut
- ανθρωπότητα στα ολλανδικά - mensheid, mensdom, menselijkheid, de mensheid, de menselijkheid, mens
- ανθρώπινος στα ολλανδικά - personage, snuiter, menselijk, sujet, vent, persoon, enkeling, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανθρωπολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: antropologie, de antropologie, antropologische, anthropologie
Μεταφράσεις: antropologie, de antropologie, antropologische, anthropologie