Λέξη: τυχερός

Σχετικές λέξεις: τυχερός

τυχερός γαλλικά, τυχερός αριθμός, τυχερός συνώνυμα, τυχερός βάτραχος, τυχερός αριθμός κρατικού λαχείου, τυχερός νικητής - ref es/9420x2/68, τυχερός απλανής αστέρας, τυχερός στα αγγλικά, τυχερός τζόκερ, τυχερός στα γαλλικά

Συνώνυμα: τυχερός

καλότυχος

Μεταφράσεις: τυχερός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lucky, fortunate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afortunado, bienaventurado, feliz, dichoso, suerte, afortunados, la suerte, suerte de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
froh, glücklich, Glück, glücklichen, glückliche, Glücks
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fortuné, propice, bon, favorable, chanceux, heureux, prospère, de chance, chance, la chance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fortunato, fausto, felice, fortunati, fortuna, fortunata, la fortuna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feliz, fortalecer, afortunado, sortudo, sorte, lucky, de sorte
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, lucky
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фартовый, способствующий, успешный, счастливый, благоприятный, везучий, удачливый, удачный, повезло, повезет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lykkelig, heldig, heldige, så heldige, flaks
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lycklig, tur, har tur, som har tur, lyckliga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onnellinen, lupaava, suotuisa, hyväonninen, onnekas, Lucky, onnekkaita, onnea
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykkelig, heldig, heldige, er heldige, der er heldige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šťastný, správný, příznivý, štěstí, mít štěstí, šťastná
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fortunny, pomyślny, taki, szczęśliwy, szczęście, Szczęściarze
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mázlis, szerencsés, szerencsések, szerencséje, szerencsésnek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şanslı, şanslıyız, lucky, şanslıysanız, şanslı bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдалий, пощастити, сприятливий, долі, щасливий, щастити, щаслива, найщасливіший
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fatlum, lum, me fat, fat, fat të, me fat të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
късметлия, щастлив, късмет, щастливи
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчаслівы, шчасьлівы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õnnelik, lucky, õnne, õnnelikud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sretno, sreće, sretan, uspješno, sretni, sreću, sretna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heppinn, hamingjusamur, heppin, heppnir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
beatus, fortunatus, felix, prosper
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laimingas, pasisekė, lucky, pasiseks
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laimīgs, paveicies, paveiksies
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среќа, среќен, среќни, среќна, среќните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
norocos, noroc, norocoși, norocoasă, de norocos
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
srečen, srečna, srečo, srečni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šťastný, happy

Στατιστικά δημοτικότητας: τυχερός

Τυχαίες λέξεις