Λέξη: ανθρωπολογία
Σχετικές λέξεις: ανθρωπολογία
ανθρωπολογία και κινηματογράφος, ανθρωπολογία της μετανάστευσης, ανθρωπολογία κουλτούρα και πολιτική, ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, ανθρωπολογία της διατροφής, ανθρωπολογία πολιτική φιλοσοφία, ανθρωπολογία και ανθρωπολόγοι, ανθρωπολογία και σύγχρονη τέχνη, ανθρωπολογία της τέχνης, ανθρωπολογία της εκπαίδευσης
Μεταφράσεις: ανθρωπολογία
ανθρωπολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anthropology, the anthropology, in Anthropology
ανθρωπολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antropología, la antropología, de antropología
ανθρωπολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anthropologie, menschenkunde, Anthropologie, der Anthropologie, Ethnologie, die Anthropologie
ανθρωπολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anthropologie, l'anthropologie, d'anthropologie, de l'anthropologie
ανθρωπολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antropologia, l'antropologia, dell'antropologia, all'antropologia, un'antropologia
ανθρωπολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antropologia, a antropologia, da antropologia, de antropologia, anthropology
ανθρωπολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
antropologie, de antropologie, antropologische, anthropologie
ανθρωπολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
антропология, антропологии, антропологию, антропологией
ανθρωπολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
antropologi, antropologien, sosialantropologi, antropologiske
ανθρωπολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antropologi, Anthropology, antropologin, antropologiska institutionen
ανθρωπολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antropologia, antropologian, Anthropology, antropologiaa, antropologiasta
ανθρωπολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antropologi, Anthropology, antropologien, antropologiske, Antropologisk
ανθρωπολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
antropologie, antropologii, Anthropology
ανθρωπολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
antropologia, antropologii, Anthropology, antropologię, antropologią
ανθρωπολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
embertan, antropológia, antropológiai, az antropológia, antropológiát
ανθρωπολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
antropoloji, Anthropology, Antropolojisi, antropolojinin
ανθρωπολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антропологія, антропология
ανθρωπολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
antropologjia, antropologji, antropologjisë, antropologjia e, antropologjinë
ανθρωπολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
антропология, антропологията, антропология на
ανθρωπολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
антрапалогія
ανθρωπολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
antropoloogia, antropoloogias, antropoloogiat, antropoloogiast, antropoloogiale
ανθρωπολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
antropologija, antropologije, antropologiju, antropologiji, antropologijom
ανθρωπολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannfræði, við Mannfræðideild, Mannfræðideild, Alþjóðasamskipti, Anthropology
ανθρωπολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antropologija, antropologijos, Antropologija Aplinkosauga ir ekologija, antropologiją, Anthropology
ανθρωπολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
antropoloģija, antropoģija, antropoloģijā, antropoloģijas, antropoloģiju
ανθρωπολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
антропологија, антропологијата, на антропологијата, во антропологијата
ανθρωπολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antropologie, antropologia, antropologiei, de Antropologie, lactate Altul Antropologie Argou
ανθρωπολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
antropologija, antropologijo, antropologije
ανθρωπολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
antropológia, antropológie, antropologie